μεγαλό-κοιλος

μεγαλό-κοιλος

μεγαλό-κοιλος, mit großer Höhlung, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύκοιλος — εὔκοιλος, ο (Μ) αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, ο κοιλαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοιλος (< κοιλία υποχωρητικά), πρβλ. μεγαλό κοιλος, υδρό κοιλος] …   Dictionary of Greek

  • πρόκοιλος — η, ο, ΝΑ ζωολ. (για σπόνδυλο) αυτός τού οποίου η πρόσθια επιφάνεια είναι κοίλη αρχ. προκοίλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κοιλος (< κοιλία), πρβλ. μεγαλό κοιλος] …   Dictionary of Greek

  • άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… …   Dictionary of Greek

  • κοιλοφυής — κοιλοφυής, ές (Α) αυτός που είναι από τη φύση του κοίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + φυής (< φυή ή φύος < φύομαι), πρβλ. αυτο φυής, μεγαλο φυής] …   Dictionary of Greek

  • γεωσύγκλινο — Στη γεωλογία γ. ονομάζεται ο κοίλος χώρος του φλοιού της Γης, στις παρυφές των ηπείρων ή ανάμεσα σε δύο ηπείρους, ο οποίος βυθίζεται συνεχώς κάτω από το βάρος των ιζημάτων που αποθέτονται μέσα σε αυτόν. Οι χώροι αυτοί, οι οποίοι συνεχώς… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • κοιλοποδία — Δυσμορφία του κάτω άκρου, κατά την οποία παρατηρείται αύξηση της κυρτότητας της καμάρας (καμπύλης) του πέλματος. Αποτελεί, δηλαδή, ακριβώς το αντίθετο της πλατυποδίας, στην οποία μικραίνει η καμάρα του πέλματος και γίνεται επίπεδη. Η κ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • κοιλόπους — –ουν αυτός που έχει κοιλοποδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + πους (< πούς), πρβλ. μεγαλό πους, ωκύ πους] …   Dictionary of Greek

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”