μεγαλό-κερως

μεγαλό-κερως

μεγαλό-κερως, großkörnig, Schol. Opp. Hal. 2, 290 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύκερως — ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει πολλά κέρατα 2. φρ. «πολύκερως φόνος» φόνος πολλών κερασφόρων ζώων («ἔνθ ἐσπεσὼν ἔκειρε πολύκερων φόνον κύκλῳ ῥαχίζων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κερως (< κέρας*), πρβλ. μεγαλό κερως] …   Dictionary of Greek

  • υπέρκερως — ων, Α αυτός που έχει πάρα πολύ μεγάλα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κερως (< κέρας), πρβλ. μεγαλό κερως] …   Dictionary of Greek

  • μονόκερως — (Αστρον.). Διεθνώς Monoceros με σύμβολο Mon. Αμυδρός αστερισμός του βόρειου ημισφαίριου, κοντά στον αστερισμό του Ωρίωνα. Βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς των Διδύμων, του Ωρίωνα, του Λαγωού, του Μεγάλου Κυνός, της Πρύμνης, της Ύδρας και του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”