- μεγαλό-ζωνος
μεγαλό-ζωνος, mit großem Gürtel, Schol. Eur. Phoen. 175.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-ζωνος, mit großem Gürtel, Schol. Eur. Phoen. 175.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονόζωνος — μονόζωνος, ον (ΑΜ) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που φορά μία μόνο ζώνη 2. (για στρατιώτη) αυτός που είναι ελαφρά οπλισμένος αρχ. 1. αυτός που ταξιδεύει μόνος του 2. ακροβολιστής 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἵ ἔφοδοι βάρβαροι ἢ ἀπελάται μάχιμοι».… … Dictionary of Greek