μεγαλό-φωνος

μεγαλό-φωνος

μεγαλό-φωνος, mit großer, starker, lauter Stimme; D. Sic. 11, 34; Luc. Merc. cond. 23; im compar., bis accus. 11; Plut. Cat. min. 5; καὶ ἀναιδεῖς, Schreier, Dem. 19, 238; im guten Sinne, vom erhabenen Ausdruck, Platon, Plut. plac. phil. 1, 7. – Adv., Schol. Aesch. Ag. 26.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισχνόφωνος — η, ο (ΑΜ ἰσχνόφωνος, ον, θηλ. και η) (για πρόσ.) αυτός που έχει άτονη, σιγανή, αδύνατη φωνή αρχ. 1. τραυλός 2. (για μέταλλα) αυτός που παράγει ασθενή ήχο. επίρρ... ἰσχνοφώνως (Α) με αδύνατη φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + φωνος (< φωνή), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κακόφωνος — η, ο (AM κακόφωνος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει κακή, βραχνή, ή δυσάρεστη φωνή 2. (για ήχους, λέξεις, ονόματα ή πράγματα) αυτός που ηχεί άσχημα, δυσάρεστος στην ακοή, κακόηχος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόφωνον η κακοφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • καλόφωνος — η, ο (Μ καλόφωνος, ον) καλλίφωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ φωνος, μεγαλό φωνος] …   Dictionary of Greek

  • κενόφωνος — κενόφωνος, ον (Μ) αυτός που λέγει ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. γλυκύ φωνος, μεγαλό φωνος] …   Dictionary of Greek

  • κερατόφωνος — κερατόφωνος, ον (Α) αυτός που ηχεί όπως το κέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ φωνος, μεγαλό φωνος] …   Dictionary of Greek

  • μικρόφωνος — η, ο (Α μικρόφωνος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μικρόφωνο τεχνολ. συσκευή που μετατρέπει την ηχητική ενέργεια σε ηλεκτρική και αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο τών σύγχρονων συστημάτων εγγραφής και αναπαραγωγής τού ήχου αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ομόφωνος — η, ο (ΑΜ ὁμόφωνος, ον) 1. αυτός που μιλά την ίδια γλώσσα με άλλον, ομόγλωσσος («τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῑον καὶ ὁμοφώνους τοῑς Λακεδαιμονίοις», Θουκ.) 2. μουσ. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο μουσικό τόνο με άλλον νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ξενόφωνος — η, ο (Α ξενόφωνος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που μιλά με ξενική προφορά 2. ξενόγλωσσος αρχ. αυτός που μιλά ή ηχεί παράξενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό φωνος] …   Dictionary of Greek

  • ολιγόφωνος — ὀλιγόφωνος, ον (Α) αυτός που έχει αδύναμη φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό φωνος] …   Dictionary of Greek

  • ολόφωνος — ολόφωνος, ον (Α) (για τον πετεινό) αυτός που έχει γεμάτη, δηλ. βαθιά φωνή, αυτός που φωνάζει με όλη του τη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό φωνος] …   Dictionary of Greek

  • σεμνόφωνος — ον, Μ ο σεμνόστομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό φωνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”