μεγαλό-φρων

μεγαλό-φρων

μεγαλό-φρων, ον, von großem, hohem Sinn, großmüthig, neben ἀνδρεῖος, Plat. Rep. VIII, 567 b, vgl. Alc. I, 119 d; Isocr. 2, 25 sagt μεγαλόφρονας νόμιζε μὴ τοὺς μείζω περιβαλλομένους ὧν οἷοί τ' εἰσὶ κατασχεῖν, ἀλλὰ τοὺς καλῶν μὲν ἐφιεμένους, ἐξεργάζεσϑαι δὲ δυναμένους οἷς ἂν ἐπιχειρῶσιν; Sp., wie Luc., μεγαλοφρονέστερος τῷ βίῳ, Anacr. 52, Plut. Alex. 12. – Adv. μεγαλοφρόνως, im tadelnden Sinne, hochmüthig, prahlend, Plat. Euthyd. 293 a, Xen. Hell. 4, 5, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιθύφρων — ἰθύφρων, ον (Α) δίκαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + φρων (< φρην, φρενός, η), πρβλ. μεγαλό φρων, ομό φρων] …   Dictionary of Greek

  • καλόφρων — καλόφρων, ονος (AM) αυτός που σκέπτεται καλά, ορθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων, υψηλό φρων] …   Dictionary of Greek

  • ολοόφρων — ὀλοόφρων και οὐλοόφρων όνος, ὁ, ἡ (Α) ως επίθ. 1. αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, που σκέπτεται τον θάνατο και την καταστροφή κάποιου, ολέθριος, καταστρεπτικός («ὥς τε λέων ὀλοόφρων βουσὶν ἐπελθών», Ομ. Ιλ.) 2. οξύνους, μυαλωμένος,… …   Dictionary of Greek

  • χαυνόφρων — ονος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που χαρακτηρίζεται από πνευματική νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων, ὀλιγό φρων) …   Dictionary of Greek

  • μειόφρων — μειόφρων, ονος, ὁ και ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐλαφρός, καὶ ἐλάττων φρενῶν, παράμωρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + φρων (< θ. φρεν , πρβλ. φρην, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] …   Dictionary of Greek

  • μετριόφρων — ον, αρσ. και μετριόφρονας (ΑΜ μετριόφρων, ον) αυτός που δεν τού αρέσει να επιδεικνύει την αξία του, που έχει απλούς τρόπους, σεμνός, απλός, ταπεινόφρων, μετριοπαθής. Επίρρ. μετριοφρόνως (Μ μετριοφρόνως) με μετριόφρονα τρόπο, με μετριοφροσύνη,… …   Dictionary of Greek

  • μικρόφρων — μικρόφρων, ὁ και ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ταπεινό φρόνημα, ο μετριόφρων 2. μικροπρεπής, χαμερπής. επίρρ... μικροφρόνως (Α) με μικρόφρονα τρόπο, μικροπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] …   Dictionary of Greek

  • μονόφρων — μονόφρων, ον (Α) αυτός που έχει δικό του φρόνημα, δικές του προσωπικές απόψεις («δίχα δ ἄλλων μονόφρων εἰμί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] …   Dictionary of Greek

  • μωρόφρων — μωρόφρων, ὁ και ἡ (Μ) άνθρωπος ανόητος, μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. καλόφρων, μεγαλό φρων] …   Dictionary of Greek

  • νεόφρων — Τραγικός ποιητής από τη Σικυώνα, που έζησε στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Είχε γράψει πάνω από 100 τραγωδίες, αλλά δε σώθηκαν παρά τρία αποσπάσματα της Μήδειας, που φαίνεται πως είναι και η σπουδαιότερη. Ο Ν. είναι ο εισηγητής στο θέατρο των… …   Dictionary of Greek

  • ξυνόφρων — ξυνόφρων, ον (Α) (για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει όμοια γνώμη για όλους, την ίδια φιλική διάθεση προς όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός «κοινός» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”