- μεγαλό-σαρκος
μεγαλό-σαρκος, sehr fleischig, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-σαρκος, sehr fleischig, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυβλαβής — ές, Α 1. πολύ βλαβερός, πολύ επιζήμιος 2. αυτός που υπόκειται σε πολλές βλάβες, αυτός που βλάπτεται πολύ συχνά 3. αυτός που βλάπτεται εύκολα 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυβλαβές κατάσταση ή ιδιότητα κατά την οποία βλάπτεται κανείς εύκολα («τὸ τῆς… … Dictionary of Greek
σαρκοφάγος — Νεκρική λάρνακα λίθινη ή πήλινη, σε χρήση από την προϊστορική εποχή ως το Μεσαίωνα. Οι πρώτες σ. εμφανίζονται στην Αίγυπτο κατά την 3η π.Χ. χιλιετία: είναι ξύλινες κιβωτιόσχημες, με ζωγραφική ή πλαστική διακόσμηση, ή ανθρωποειδείς με κάλυμμα που… … Dictionary of Greek
σαρκόσωμα — το, Ν βιολ. α) πολύ μεγάλο μιτοχόνδριο, πλούσιο σε αναπνευστικά ένζυμα, το οποίο βρίσκεται κυρίως στα μυϊκά κύτταρα με συνεχή λειτουργία, όπως λ.χ. στην καρδιά, ή παρατεταμένη συστολή χάλαση, όπως λ.χ. στα φτερά τών εντόμων β) άλλη ονομασία τού… … Dictionary of Greek