- μεγαλό-σχημος
μεγαλό-σχημος, von großer Gestalt, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-σχημος, von großer Gestalt, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύσχημος — η, ο (Α εὔσχημος, ον) αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ευπρεπή εμφάνιση, ο κόσμιος νεοελλ. αυτός που είναι επιφανειακά δικαιολογημένος, ο ευλογοφανής («εύσχημη άρνηση»). επίρρ... ευσχήμως (Α εὐσχήμως) με τρόπο εύσχημο, ευπρεπώς, αξιοπρεπώς νεοελλ.… … Dictionary of Greek
κακόσχημος — η, ο (Α κακόσχημος, ον) αυτός που έχει κακό σχήμα, κακοφτειαγμένος, ασουλούπωτος, δύσμορφος αρχ. κακοσχήμων*. απρεπής, άτοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. ετερό σχημος, μεγαλό σχημος] … Dictionary of Greek
λαγηνόσχημος — η, ο αυτός που έχει σχήμα λαγηνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγήνι + σχημος (< σχήμα), πρβλ. μεγαλό σχημος, πεταλό σχημος] … Dictionary of Greek
μικρόσχημος — η, ο (Μ μικρόσχημος, ον) (για μοναχό, μοναχή) αυτός που φορά το «μικρό σχήμα», δηλ. μοναχικό ένδυμα, διότι ανήκει στη δεύτερη από τις τρεις κατηγορίες στις οποίες κατατάσσονται οι μοναχοί, αρχάριος, εισαγωγικός μοναχός νεοελλ. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
ομοιόσχημος — η, ο (Α ὁμοιόσχημος, ον) αυτός που έχει το ίδιο σχήμα με έναν άλλο, ομοιόμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλό σχημος] … Dictionary of Greek
πάνσχημος — ον, Α πανσχήμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλό σχημος] … Dictionary of Greek
ποικιλόσχημος — η, ο, Ν αυτός που έχει ή εμφανίζει ποικίλα σχήματα ή ποικίλες μορφές. επίρρ... ποικιλοσχήμως Ν με ποικιλόσχημο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + σχημος (< σχήμα) πρβλ. μεγαλό σχημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στον Χ. Μεγδάνη] … Dictionary of Greek
πολύσχημος — η, ο / πολύσχημος, ον, ΝΜΑ ο ποικίλος ως προς το σχήμα ή τη μορφή, πολύμορφος («πολύσχημος χείρ», Αρισταίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλό σχημος] … Dictionary of Greek
ταπεινόσχημος — ον, Μ αυτός που έχει ταπεινή εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλό σχημος] … Dictionary of Greek
μεγαλόσχημος — η, ο (ΑM μεγαλόσχημος, ον) 1. μεγάλος στη μορφή ή στην εμφάνιση, ογκώδης 2. (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό τού ασκητικού βίου, αλλ. μεγαλοσχήμων νεοελλ. 1. αυτός που εμφανίζεται σαν σπουδαίος, σπουδαιοφανής 2. αυτός που… … Dictionary of Greek