μεγαλό-πνους

μεγαλό-πνους

μεγαλό-πνους, lang athmend, heftig wehend, Apoll. L. H.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομόπνους — ὁμόπνους, ουν και οος, οον (Μ) αυτός που βρίσκεται σε σύμπνοια, σε συμφωνία, σε ομόνοια με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πνοῦς (< πνέω), πρβλ. μεγαλό πνους] …   Dictionary of Greek

  • μικρόπνους — μικρόπνους, ουν (Α) αυτός που έχει μικρή, βραχεία αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + πνοος (< πνοή), πρβλ. μεγαλό πνους] …   Dictionary of Greek

  • μακρόπνους — ουν και μακρόπνοος, η, ο (Α μακρόπνους, ουν και οος, οον) 1. αυτός που αναπνέει με βαθιά αναπνοή 2. αυτός που διαρκεί επί πολύ χρόνο, που έχει μεγάλη διάρκεια, μακρύς νεοελλ. 1. αυτός που απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα για να πραγματοποιηθεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”