- παρσένος
παρσένος, ἡ, lakon. für παρϑένος, Ar. Lys. 1263.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρσένος, ἡ, lakon. für παρϑένος, Ar. Lys. 1263.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρσένος — maiden masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρσένος — ἡ, Α (λακων. τ.) βλ. παρθένος … Dictionary of Greek
παρσένε — παρσένος maiden masc voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρσένοις — παρσένος maiden masc dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρσένων — παρσένος maiden masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek