μειζονάκις

μειζονάκις

μειζονάκις, mehrmals, Ggstz ἐλαττονάκις, Iambl.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μειζονάκις — (Α) επίρρ. σε μεγαλύτερο βαθμό, περισσότερες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖζον + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πολλ άκις)] …   Dictionary of Greek

  • μειζονάκις — multiplied by a larger number indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”