- μικιζόμενος
μικιζόμενος, ὁ, hieß der Knabe bei den Lacedämoniern im dritten Jahre, Bachm. an. 2, 355. Vgl. προμικιζόμενος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικιζόμενος, ὁ, hieß der Knabe bei den Lacedämoniern im dritten Jahre, Bachm. an. 2, 355. Vgl. προμικιζόμενος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek