- μεγιστότης
μεγιστότης, ητος, ἡ, die höchste Größe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγιστότης, ητος, ἡ, die höchste Größe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγιστότης — μεγιστότης, ητος, ἡ (Μ) [μέγιστος] η αφηρημένη έννοια τού μέγιστος, το ανώτατο μέγεθος («τῶν χαρίτων τὸ πλῆθος, ἡ μεγιστότης», Πρόδρ.) … Dictionary of Greek