- μειόνως
μειόνως, adv. von μείων, weniger, zu wenig, ἔχειν, Soph. O. C. 104, zu gering sein, u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μειόνως, adv. von μείων, weniger, zu wenig, ἔχειν, Soph. O. C. 104, zu gering sein, u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μειόνως — (Α) επίρρ. βλ. μείων … Dictionary of Greek
μειόνως — μείων lesser adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… … Dictionary of Greek