νεκυϊσμός

νεκυϊσμός

νεκυϊσμός, ὁ, = Vorigem, Maneth. 4, 213.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεκυϊσμός — νεκυϊσμός, ὁ (Α) η νεκυομαντεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + κατάλ. ισμός] …   Dictionary of Greek

  • νεκυισμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”