- νεκταρ-ώδης
νεκταρ-ώδης, ες, nektarartig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεκταρ-ώδης, ες, nektarartig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νέκταρ — Σακχαρούχα ουσία που εκκρίνεται από ειδικά όργανα ή από αδενώδεις επιφάνειες (επιφανειακοί εκκριτικοί ιστοί) του φυτού, τα νεκτάρια, τα οποία βρίσκονται συνήθως στα άνθη, αλλά επίσης και σε άλλα φυτικά μόρια. Η παραγωγή του ν. από τα νεκτάρια των … Dictionary of Greek