μικτό-χροος

μικτό-χροος

μικτό-χροος, von gemischter Farbe, Archimed. probl. bov. 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεσόχρους — μεσόχρους, ουν, και οος, οον (Α) αυτός που έχει μικτό χρώμα ή ποικίλα χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χροος(< χρώς, χροός), πρβλ. λευκό χρους, ροδό χρους] …   Dictionary of Greek

  • μιξόχροος — μιξόχροος, ον (Μ) αυτός που έχει μικτό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + χροος (< χρώς, χρωτός)].[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. muon, συντετμ. τ. τού mu meson] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”