- μικρ-ώνυμος
μικρ-ώνυμος, mit kleinem Namen, Iambl. arithm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρ-ώνυμος, mit kleinem Namen, Iambl. arithm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρώνυμος — μικρώνυμος, ον (Α) αυτός που έχει μικρό όνομα, μικρή ονομασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. χ. τού ὄνομα), πρβλ. μεγαλ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek