- μικρ-έμπορος
μικρ-έμπορος, ὁ, ein kleiner Kaufmann, Bahr. 111, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρ-έμπορος, ὁ, ein kleiner Kaufmann, Bahr. 111, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρέμπορος — και μικρέμπορας, ο (Α μικρέμπορος) 1. μικρός έμπορος, έμπορος με μικρή επιχείρηση,που εργάζεται με μικρά κεφάλαια 2. έμπορος ψιλικών, ψιλικατζής, λειανοπωλητής, γυρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + έμπορος] … Dictionary of Greek