- νεκρο-δέγμων
νεκρο-δέγμων, ονος, Todte fassend, aufnehmend, Ἅιδης, Aesch. Prom. 153.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεκρο-δέγμων, ονος, Todte fassend, aufnehmend, Ἅιδης, Aesch. Prom. 153.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικοδέγμων — οἰκοδέγμων, όνος, ὁ (Α) αυτός που δέχεται και φιλοξενεί κάποιον στο σπίτι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο δέγμων, νεκρο δέγμων] … Dictionary of Greek
πολυδέγμων — ον, Α 1. αυτός που δέχεται πολλούς ή πολλά 2. αυτός που περιλαμβάνει πολλούς ή πολλά 3. ως κύριο όν. Πολυδέγμων προσωνυμία τού θεού Άδη, επειδή δεχόταν πολλούς θνητούς, αλλ. Πολυδέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο… … Dictionary of Greek