νεκρο-δερκής

νεκρο-δερκής

νεκρο-δερκής, ές, wie ein Todter anzusehen, Maneth. 4, 255.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεκροδερκής — νεκροδερκής, ές (Α) αυτός που έχει όψη νεκρού, που φαίνεται όμοιος με νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. λιθο δερκής, μεσο δερκής] …   Dictionary of Greek

  • δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”