μικρο-μελής

μικρο-μελής

μικρο-μελής, ές, klein an Gliedern, Arist. physiogn. 3 (p. 808 a 29).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πηρομελής — ές, ΝΑ νεοελλ. αυτός που έχει πηρομέλεια, δυσμορφία ενός μέλους τού σώματος αρχ. αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα ή περισσότερα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + μελής (< μέλος), πρβλ. μικρο μελής, περισσο μελής] …   Dictionary of Greek

  • περισσομελής — ές, Α αυτός που έχει περιττά σωματικά μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + μελής (< μέλος), πρβλ. μικρο μελής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”