μικρο-γένειος

μικρο-γένειος

μικρο-γένειος, mit kleinem Kinne, Polemo phys. 1, 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μικρογένειος — μικρογένειος, ον (Α) αυτός που έχει μικρό γένι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + γένειος (< γένειον), πρβλ. ευ γένειος] …   Dictionary of Greek

  • υπογένειος — α, ο / ὑπογένειος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται στο κάτω μέρος τού πιγουνιού, υπογνάθιος («ὑπογένειοι τρίχες», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το υπογένειο(ν) μικρό γένι στην άκρη τού πιγουνιού μσν. το ουδ. ως ουσ. είδος κοσμήματος τής κεφαλής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”