- νεκρο-ειδής
νεκρο-ειδής, ές, todtenähnlich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεκρο-ειδής, ές, todtenähnlich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
νεκροειδής — ές (Α νεκροειδής, ές) αυτός που έχει όψη νεκρού, που είναι όμοιος με νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + ειδής*] … Dictionary of Greek