μικρο-χαρής

μικρο-χαρής

μικρο-χαρής, ές, der sich über Kleinigkeiten freu't, Longin. 41, 1; kleine Freude gewährend, Antipat. bei Stob. Floril. 67, 25.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξυνοχαρής — ξυνοχαρής, ές (Α) (για τον Απόλλωνα) αυτός που χαροποιεί τους πάντες εξίσου ή, κατά διάφορη ερμηνεία, αυτός που χαίρεται μαζί με όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός «κοινός» + χαρής (< χαίρω), πρβλ. μικρο χαρής] …   Dictionary of Greek

  • πολυχαρής — Μεσσήνιος Ολυμπιονίκης. Επειδή αδικήθηκε από το συνεταίρο του Σπαρτιάτη Εύαιφνο, πήγε στη Σπάρτη και ζήτησε την τιμωρία του. Οι Σπαρτιάτες όμως αδιαφόρησαν και ο Π., αφού σκότωσε τον Εύαιφνο, συνέχισε να σκοτώνει και κάθε Σπαρτιάτη που συναντούσε …   Dictionary of Greek

  • σκοτεινοχαρής — ές, Α αυτός που χαίρεται, που ευχαριστιέται να βρίσκεται στο σκοτάδι ή στη μυστικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτεινός + χαρής < *χάρος (τό) < χαίρω), πρβλ. μικρο χαρής] …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

  • Καφαντάρης, Γεώργιος — (Φραγκίστα Ευρυτανίας 1873 – Αθήνα 1946). Πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα στο Μεσολόγγι και στο Καρπενήσι, ασχολήθηκε παράλληλα με οικονομικές μελέτες και πολιτεύτηκε πρώτη φορά το 1902, ενώ το… …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”