μικρο-φυής

μικρο-φυής

μικρο-φυής, ές, von kleinem Wuchs, kleiner Statur, Sp. – Adv. μικροφυῶς, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νανοφυής — ές (Α νανοφυής, ές) αυτός που έχει ανάστημα νάνου, μικρόσωμος, μικροσκοπικός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο νανοφυής είδος εντόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶνος + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. μικρο φυής. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • χαμαιφυής — ές, ΝΜ (για φυτό) αυτός που φύεται κοντά στο έδαφος, που αναπτύσσεται σε μικρό ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + φυής (< φύω, ομαι μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. ἰδιο φυής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”