- νεκρο-τόκιον
νεκρο-τόκιον, τό, das Todtgeborene, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεκρο-τόκιον, τό, das Todtgeborene, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεκροτόκιον — νεκροτόκιον, τὸ (Μ) το βρέφος που γεννήθηκε νεκρό, που υπέστη αποβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + τόκιον (< τόκος < τίκτω)] … Dictionary of Greek