νεκρο-πομπός

νεκρο-πομπός

νεκρο-πομπός, Todte geleitend, führend; Eur. Alc. 443; Luc. D. D. 24, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεκυοπομπός — νεκυοπομπός, όν (Μ) νεκροπομπός, αυτός που στέλνει τους νεκρούς στον Άδη 2. «νεκυοπομπός (ενν. λίμνη)» ονομασία μυθικής λίμνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, υος «νεκρός» + πομπός (< πέμπω), πρβλ. ιερο πομπός, νεκρο πομπός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”