- μικρο-πτέρυξ
μικρο-πτέρυξ, υγος, Schol. Pind. P. 4, 29, = μικρόπτερος, mit kleinen Flügeln, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρο-πτέρυξ, υγος, Schol. Pind. P. 4, 29, = μικρόπτερος, mit kleinen Flügeln, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτερύγιο — το / πτερύγιον, ΝΜΑ [πτέρυξ, υγος] 1. καθετί που μοιάζει στο σχήμα με μικρό φτερό (α. «το πτερύγιο τού αφτιού» β. «ζυγὰ καὶ ἄζυγα πτερύγια ἰχθύων», Αριστοτ. γ. «ὅσα δὲ δοκεῑ πόδας ἔχειν... τούτοις νεῑ καὶ τοῑς πτερυγίοις», Αριστοτ.) 2. όργανο… … Dictionary of Greek