- μικρο-πρός-ωπος
μικρο-πρός-ωπος, mit kleinem Angesicht, Arist. physiogn. 3 (808 a 30).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρο-πρός-ωπος, mit kleinem Angesicht, Arist. physiogn. 3 (808 a 30).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουνούπι — Κοινή ονομασία δίπτερων εντόμων της οικογένειας culicidae, της υπόταξης των νηματοκέρων. Τα κ. έχουν λεπτό σώμα, που ανάλογα με το είδος μπορεί να ποικίλλει σε μήκος από 3 έως 15 χιλιοστά, και το οποίο φέρει μακριά πόδια. Το μικρό κεφάλι τους… … Dictionary of Greek