- νεκριμαῖος
νεκριμαῖος, von todten Thieren, verreckt, Sp., wie Ael. H. A. 6, 2, vgl. Moeris.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεκριμαῖος, von todten Thieren, verreckt, Sp., wie Ael. H. A. 6, 2, vgl. Moeris.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεκριμαίος — νεκριμαῑος, αία, ον (Α) 1. νεκρικός, θνησιμαίος 2. αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεκριμαῑον το θνησιμαίο, το πτώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. ιμαῖος (< ιμος και αῖος), πρβλ. κοινων ιμαίος, υποβολ ιμαίος) … Dictionary of Greek
νεκριμαίων — νεκριμαῖος fem gen pl νεκριμαῖος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκριμαίου — νεκριμαῖος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek