- μικρό-θῡμος
μικρό-θῡμος, kleinmüthig, kleinlich oder niedrig denkend, D. Hal. 11, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρό-θῡμος, kleinmüthig, kleinlich oder niedrig denkend, D. Hal. 11, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόθυμος — ἰσόθυμος, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο θάρρος, το ίδιο φρόνημα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + θυμος (< θυμός «θάρρος, φρόνημα»), πρβλ. μακρό θυμος, μικρό θυμος] … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
ευθύμιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο Μέγας, ο όσιος (Μελιτηνή Αρμενίας 377 – Παλαιστίνη 473). Μορφωμένος ασκητής, ίδρυσε πολλά μοναστήρια στην Παλαιστίνη. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Ιανουαρίου. 2. Επίσκοπος Σάρδεων (; – 824).… … Dictionary of Greek
ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο … Dictionary of Greek