- μικρ-όμματος
μικρ-όμματος, kleinäugig; Arist. physiogn. 3 (808 a 30); D. L. 5, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρ-όμματος, kleinäugig; Arist. physiogn. 3 (808 a 30); D. L. 5, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρόμματος — η, ο (Α μικρόμματος, ον) αυτός που έχει μικρά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ὄμμα, ατος «μάτι» (πρβλ. μεγαλ όμματος)] … Dictionary of Greek