- μικρ-όφθαλμος
μικρ-όφθαλμος, kleinäugig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρ-όφθαλμος, kleinäugig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
μικρόφθαλμος — και σμικρόφθαλμος η, ο (Α μίκρόφθαλμος και σμικρόφθαλμος, ον) αυτός που έχει μικρά μάτια, μικρομάτης νεοελλ. αυτός που πάσχει από μικροφθαλμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ὀφθαλμός] … Dictionary of Greek