- νεκρότης
νεκρότης, ητος, ἡ, das Todtsein, Sp., Lob. Phryn. 351.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεκρότης, ητος, ἡ, das Todtsein, Sp., Lob. Phryn. 351.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
мьртвость — МЬРТВОСТ|Ь (9*), И с. 1. Состояние мертвого: вьсьгда мьртвость г҃а iс҃а. въ тѣлѣ носѧще. да и животъ. icв҃ъ ˫авитьсѧ въ мьртвьнѣи плъти нашеи. (τὴν νέκρωσιν) СбТр XII/XIII, 82 об.; по˫асъ же ѹсь˫ань кожьны˫а ризы ˫авлѧ˫а мьртвость. КН 1280, 608г; … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek
νεκρότητα — η (Α νεκρότης, ητος) [νεκρός] 1. η νεκρική κατάσταση, η κατάσταση τού νεκρού, ο θάνατος 2. μτφ. έλλειψη κίνησης, στασιμότητα, νέκρα («οὐκ ἐναντιοῡται τῷ γάμῳ ἡ βία... ἐπειδὴ τὴν νεκρότητα τῆς πορνείας καταργεῑ», Εφραίμ.) … Dictionary of Greek