παππασμός — calling out papa masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παππασμός — ὁ, Α [παππάζω] (κατά το λεξ. Σούδα) «προσφώνησις παρὰ παιδὸς εἰς πατέρα γινομένη», το να προσφωνεί το παιδί τον πατέρα πάππα … Dictionary of Greek