- μικρό-πνους
μικρό-πνους, kurzäthmig, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρό-πνους, kurzäthmig, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίπνους — καλλίπνους, ουν και οος, οον (AM) αυτός που αναδίδει ευχάριστη οσμή, που ευωδιάζει αρχ. εκείνος που βγάζει μελωδικό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πνους (< πνοῦς «πνοή»), πρβλ. μικρό πνους, ολιγό πνους] … Dictionary of Greek
ροδόπνους — ουν και ῥοδόπνοος, ον, Α αυτός που αποπνέει άρωμα ρόδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πνους / πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. μικρό πνους, ολιγό πνους] … Dictionary of Greek
ορθόπνους — ὀρθόπνους, ουν και οος, οον (Α) ορθοπνοϊκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πνους (< πνοή), πρβλ. μικρό πνους] … Dictionary of Greek