- ξενύλλιον
ξενύλλιον, τό, dim. von ξένος, Plut. Lacon. Apophth. p. 228.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενύλλιον, τό, dim. von ξένος, Plut. Lacon. Apophth. p. 228.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενύλλιον — ξενύλλιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ξένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + υποκορ. κατάλ. ύλλιον (πρβλ. ειδ ύλλιον)] … Dictionary of Greek
ξενύλλιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ύλλιο(ν) — υποκοριστική κατάλ. τής Αρχαίας Ελληνικής που έχει σχηματιστεί από το επίθημα υλ(λ)ος* + κατάλ. ιον (βλ. λ. ιος). Παρ όλα αυτά, δεν μαρτυρείται κανένα παράγωγο σε ύλλιον που να προέρχεται απευθείας από ουσ. σε υλ(λ)ος. Το επίθημα ύλλιον… … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek