- παππόθεν
παππόθεν, vom Großvater her, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παππόθεν, vom Großvater her, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παππόθεν — Μ επίρρ. από τον παππού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μητρό θεν)] … Dictionary of Greek
παπποτερόθεν — Μ επίρρ. από προγονική κληρονομιά («ὦ βασιλέων βασιλεῡ... καὶ κράτος τὸ τρισκράτιστον ἀπὸ παπποτερόθεν», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθ. παππόθεν, με επίδραση τών ετέρωθεν εκατέρωθεν] … Dictionary of Greek