- ξενύδριον
ξενύδριον, τό, dim. von ξένος, Menand. bei Ath. IV, 132 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενύδριον, τό, dim. von ξένος, Menand. bei Ath. IV, 132 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενύδριον — ξενύδριον, τὸ (Α) υποκορ. τού ξένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] … Dictionary of Greek
ξενύδρια — ξενύδριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek