- ξενόεις
ξενόεις, εσσα, εν, voll von Fremden od. Gastfreunden, ϑρόνος, Eur. I. T. 1281.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενόεις, εσσα, εν, voll von Fremden od. Gastfreunden, ϑρόνος, Eur. I. T. 1281.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενόεις — ξενόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κατάλ. όεις (πρβλ. θυμ όεις, μυρ όεις)] … Dictionary of Greek
ξενόεντι — ξενόεις full of strangers masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek