- μεμψι-μοιρία
μεμψι-μοιρία, ἡ, Unzufriedenheit mit seinem Schicksale u. Klage darüber, Luc. Cronos. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεμψι-μοιρία, ἡ, Unzufriedenheit mit seinem Schicksale u. Klage darüber, Luc. Cronos. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεομοιρία — θεομοιρία, ἡ (Α) το μέρος τού θύματος μιας θυσίας που είναι προορισμένο για τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μοιρία (< μοιρος < μοίρα), πρβλ. δεκατη μοιρία, μεμψι μοιρία] … Dictionary of Greek