- μινυρισμός
μινυρισμός, ὁ, das Wimmern, Girren, Schol. Ar. Th. 106.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μινυρισμός, ὁ, das Wimmern, Girren, Schol. Ar. Th. 106.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μινυρισμός — moaning masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μινυρισμός — ο (Α μινυρισμός) [μινυρίζω] το να τραγουδά ή να κλαίει κάποιος με σιγανή φωνή, σιγοτραγούδημα ή κλαψούρισμα νεοελλ. λυπητερό τραγούδι («ηκούετο ο μινυρισμός τών αηδόνων εις το δάσος», Παπαδ.) … Dictionary of Greek