νεατή

νεατή

νεατή, , wie νεά, Brachfeld, eigtl. fem. von νέατος, sc. γῆ, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεάτη — νεάτη, δωρ. τ. νεάτα, συνηρ. τ. νήτη, ἡ (Α) (ενν. χορδή) 1. η κατώτατη, η έσχατη από τις τρεις χορδές οι οποίες αποτελούσαν την αρχαιότατη μουσική κλίμακα 2. η ανώτατη χορδή ως προς τον τόνο τής φωνής ή τού ήχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ.… …   Dictionary of Greek

  • νεάτη — νέατος uttermost fem nom/voc sg (attic epic ionic) νεάτη the lowest of the three strings fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεάτῃ — νέατος uttermost fem dat sg (attic epic ionic) νεάτη the lowest of the three strings fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεατῶν — νεάτη the lowest of the three strings fem gen pl νεατός breaking up of fallow land masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεάτα — νεάτᾱ , νέατος uttermost fem nom/voc/acc dual νεάτᾱ , νέατος uttermost fem nom/voc sg (doric aeolic) νεάτᾱ , νεάτη the lowest of the three strings fem nom/voc/acc dual νεάτᾱ , νεάτη the lowest of the three strings fem nom/voc sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεάται — νεάτᾱͅ , νέατος uttermost fem dat sg (doric aeolic) νεάτη the lowest of the three strings fem nom/voc pl νεάτᾱͅ , νεάτη the lowest of the three strings fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεάτας — νεάτᾱς , νέατος uttermost fem acc pl νεάτᾱς , νέατος uttermost fem gen sg (doric aeolic) νεάτᾱς , νεάτη the lowest of the three strings fem acc pl νεάτᾱς , νεάτη the lowest of the three strings fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέατος — (I) νέατος, άτη, ον και νειάτιος, ίη, ον, επικ. και ιων. τ. νείατος, αρκαδ. τ. νήατος, άτη, ον και συνηρ. νῆτος, η, ον (Α) 1. έσχατος, τελευταίος («τὰς νεάτας πλευράς», Ιπποκρ.) 2. κατώτατος, χαμηλότατος («οἱ δὲ Ζέλειαν ἔναιον ὑπαὶ πόδα νείατον… …   Dictionary of Greek

  • νήτη — νήτη, ἡ (Α) (συνηρ. τ.) βλ. νεάτη …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • παρανήτη — ή, ΝΜΑ, και παρανεάτη Α μουσ. (στην ονοματοθεσία τών χορδών και τών βαθμίδων τής κλίμακας) η τετάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νεάτη / νήτη «η κατώτατη χορδή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”