μιασμός

μιασμός

μιασμός, , das Beflecken, Plut. de ει ap. D. 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μιασμός — ὁ (Α) [μιαίνω] 1. μίανση 2. μτφ. σκάνδαλο, έγκλημα …   Dictionary of Greek

  • μιασμός — scandal masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιασμοῖς — μιασμός scandal masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιασμοί — μιασμός scandal masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιασμοῦ — μιασμός scandal masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιασμούς — μιασμός scandal masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιασμῶν — μιασμός scandal masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιασμῷ — μιασμός scandal masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιασμόν — μιασμός scandal masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… …   Dictionary of Greek

  • ՊՂԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0654 Chronological Sequence: Early classical, 6c գ. Պիղծ գոլն. գարշութիւն, անմաքրութիւն. դիջութիւն. պղծելն. եւ պղծիլն՝ ըստ ամենայն նշ. որպէս βεβήλωσις profanatio βδέλυγμα abominatio. (եբր. խալլէլ, թէօպա ). μίασμα, μιασμός pollutio,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”