νεβρίας

νεβρίας

νεβρίας, , einem Hirschkalbe ähnlich, so bunt gefleckt, γαλεός, Arist. H. A. 6, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεβρίας — νεβρίας, ὁ (Α) αυτός που μοιάζει με νεβρό, κατάστικτος σαν τον νεβρό («οὓς καλοῡσί τινες νεβρίας γαλεούς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + κατάλ. ίας (πρβλ. ορνιθ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • νεβρίας — νεβρίᾱς , νεβρίας dappled like a fawn masc acc pl νεβρίᾱς , νεβρίας dappled like a fawn masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεβρίαν — νεβρίᾱν , νεβρίας dappled like a fawn masc acc sg (attic epic doric aeolic) νεβρίας dappled like a fawn masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάδας — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 210 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 34 χλμ. ΒΑ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαμάτας. * * * λάδας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἔλαφος… …   Dictionary of Greek

  • νεβρός — ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ) το νεογνό τού ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.) 2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”