- νεβρίτης
νεβρίτης, ὁ, = νεβρίας, λίϑος, ein dem Bacchus heiliger Stein, von seiner Farbe, Plin. H. N. 37, 10. Auch Orph. lith. 19, 1. 7 richtige Leseart für νευρίτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεβρίτης, ὁ, = νεβρίας, λίϑος, ein dem Bacchus heiliger Stein, von seiner Farbe, Plin. H. N. 37, 10. Auch Orph. lith. 19, 1. 7 richtige Leseart für νευρίτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεβρίτης — νεβρίτης, ὁ (Α) αυτός που μοιάζει με νεβρίδα («νεβρίτης λίθος» πολύτιμος ιερός λίθος τού Βάκχου ο οποίος έμοιαζε με δέρμα νεβρού, Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα ίτης, δηλωτικό ονομ. λίθων (πρβλ. κογχ ίτης, λυχν ίτης)] … Dictionary of Greek
νεβρίτης — νεβρί̱της , νεβρίτης like a fawnskin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεβρίτις — νεβρῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) ο νεβρίτης λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα ῖτις (πρβλ. μολοχ ίτις, σιδηρ ίτις)] … Dictionary of Greek
νεβρός — ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ) το νεογνό τού ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.) 2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και… … Dictionary of Greek
νεβρίταο — νεβρί̱τᾱο , νεβρίτης like a fawnskin masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)