νεύρινος

νεύρινος

νεύρινος, aus Sehnen gemacht; Arist. gen. an. 5, 7; βρόχοι, Luc. Ocyp. 3; – od. aus Pflanzenfasern, τὰ μὲν νεύρινα περικαλύμματα φυτῶν ἐκ γῆς, Plat. Polit. 279 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεύρινος — νεύρινος, ίνη, ον (Α) [νεύρον] 1. αυτός που αποτελείται ή κατασκευάζεται από νεύρο («λύραν νευρίνην τρίχορδον», Διόδ.) 2. αυτός που αποτελείται ή έχει κατασκευαστεί από φυτικές ίνες …   Dictionary of Greek

  • νεύρινον — νεύρινος made of sinew masc acc sg νεύρινος made of sinew neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευρίνην — νεύρινος made of sinew fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευρίνοις — νεύρινος made of sinew masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευρίνοισι — νεύρινος made of sinew masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευρίνῃ — νεύρινος made of sinew fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευρίνῳ — νεύρινος made of sinew masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεύρινα — νεύρινος made of sinew neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευρίνας — νευρίνᾱς , νεύρινος made of sinew fem acc pl νευρίνᾱς , νεύρινος made of sinew fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”