- νεό-θηλος
νεό-θηλος, = Vorigem, βοτόν, Aesch. Eum. 428.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-θηλος, = Vorigem, βοτόν, Aesch. Eum. 428.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπόθηλος — λιπόθηλος, ον (Μ) (για τα χοιρίδια που γεννήθηκαν κατά τον χειμώνα και τα οποία απωθεί η μητέρα τους από τη θηλή τού μαστού λόγω ελλείψεως γάλακτος) στερημένος τής θηλής τού μαστού, στερημένος τού μαστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(o) * + θηλος(< θηλή) … Dictionary of Greek
ομόθηλος — ὁμόθηλος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁμογάλαξ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θηλή (πρβλ. νεό θηλος)] … Dictionary of Greek