- νεό-θλιπτος
νεό-θλιπτος, frisch gequetscht, eben erst ausgepreßt, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-θλιπτος, frisch gequetscht, eben erst ausgepreßt, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεόθλιπτος — νεόθλιπτος, ον (ΑΜ) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεόθλιπτον νέο κρασί, γλεύκος αρχ. (για σταφύλια) αυτός που υπέστη σύνθλιψη πρόσφατα, νεοστιμμένος («νεόθλιπτα στέμφυλα», Διόσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θλιπτος (< θλίβω), πρβλ. ά θλιπτος] … Dictionary of Greek