- νεό-λεκτος
νεό-λεκτος, neu gesammelt, geworben, Hesych. erkl. νεοστράτευτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-λεκτος, neu gesammelt, geworben, Hesych. erkl. νεοστράτευτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόλεκτος — θεόλεκτος, ον (Μ) 1. αυτός που ειπώθηκε από τον θεό 2. ο διαλεγμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + λεκτος (< λέγω), πρβλ. μυριό λεκτος, νεό λεκτος] … Dictionary of Greek
καινόλεκτος — καινόλεκτος, ον (Α) αυτός που ειπώθηκε με καινούργιο και ασυνήθιστο τρόπο, ασυνήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + λεκτος (< λέγω), πρβλ. αμφί λεκτος, νεό λεκτος] … Dictionary of Greek
ευλεξία — εὐλεξία, ἡ (Α) ωραία ομιλία, ορθή προφορά τών λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λεξία (< λεκτός), πρβλ. ακυρο λεξία, νεο λεξία κ.ά.] … Dictionary of Greek
προσωπολεξία — ἡ, Μ η χρησιμοποίηση τής λέξης πρόσωπον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + λεξία (< λεκτος < λέγω), πρβλ. νεο λεξία] … Dictionary of Greek